Η ζωή του όλη ήταν εκείνη. Εκείνη η όμορφη Μαριώ , με τα
μακριά καστανά μαλλιά, με τις ίδιες μουσικές προτιμήσεις μαζί του, με τις
πολλές ανασφάλειες για το σώμα της . Και ποιες γυναίκες δεν έχουν ανασφάλειες
για το σώμα τους; Θυμήθηκε που του έλεγε: << Παύλο
είμαι χοντρή; Από μικρό κορίτσι με κορόιδευαν και γέλαγαν μαζί
μου>>. Άκου χοντρή , η όμορφη αγάπη του, που πολλές φορές ένιωθε να ταξιδεύει μέσα από
τα μάτια της σε ένα κόσμο φτιαγμένο αποκλειστικά μόνο για αυτούς τους δύο. Την
λάτρευε, ήταν ο πρώτος έρωτάς του. Είχε
συνδιάσει όλη του τη ζωή μαζί της. Μαζί της στο Λύκειο όπου σε κάθε διάλειμμα ο
ένας έτρεχε να βρει τον άλλον. Τι κι αν οι καθηγητές το γνώριζαν; Αυτοί ήταν
ευτυχισμένοι , το σχολείο είχε αποχτήσει το πιο όμορφο σκοπό της ζωής τους.
Ιερό μάλιστα. Αυτή ήταν πάντα εκεί για το καλημέρα και μετά αυτός κρατώντας την
από το χέρι και με ένα φιλί στα χείλη για τον αποχαιρετισμό της μέρας
,επισφράγισμα του έρωτά τους. Κατόπιν μία αγκαλιά σφιχτή και μεγάλη και ο καθένας σπίτι του για την καθημερινή
ρουτίνα του.
Πολλές φορές οι καυγάδες τους μουτζούρωναν τις όποιες μέρες
τους αλλά όλα τα ερωτευμένα ζευγάρια έτσι δεν κάνουν; Κλάματα, βρισιές που και
που , απανωτά τηλέφωνα, μηνύματα στο facebook και τέλος τα
έβρισκαν αφού δεν μπορούσε να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλον.
Τα όνειρα κοινά, γεμάτα πίστη, ευτυχία , αγάπη και μέσα στο
κάδρο της καρδιάς ζωγραφισμένοι οι δυο τους να κοιτάζονται στα μάτια και να
ορκίζονται αιωνιότητα αφοσίωσης. Στόχος κοινός να περάσουν σε πανεπιστήμιο ,
απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό να βοηθά ο ένας τον άλλον και να τον στηρίζει
στις όποιες δυσκολίες του.
Καρδιοχτύπι τρελό στα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Ποιος απόχτησε τα περισσότερα μόρια και που
θα βρεθεί ο ένας και που ο άλλος. Κι εκείνη βρέθηκε στην Ιατρική Αθηνών κι αυτός
στο παιδαγωγικό Αλεξανδρούπολης. Κι όμως η αγάπη, ο τρελός έρωτας, οι όρκοι
τους έπρεπε να τηρηθούν και να μείνουν για πάντα μαζί, όπως τόσες και τόσες
φορές ορκίζονταν ο ένας στον άλλον. Φρόντισε η Μαριώ να βάλει πρώτη προτίμηση την Αλεξανδρούπολη
. Τι κι αν οι γονείς της φώναζαν για την
κίνησή της αυτή; Ενήλικη ήταν ότι ήθελε μπορούσε να κάνει. Και οι φωνές τους
την πείσμωναν ακόμα περισσότερο , που κλειδωμένη στο δωμάτιό της φώναζε
<< τον αγαπάω>>. Τι κι αν έκλαιγε η μάνα της ότι θα την χάσει, ότι
είχε όλες τις ευκαιρίες να μείνει Αθήνα, ότι μες στην κρίση λεφτά πού να βρουν να την σπουδάσουν; Ασυγκίνητη η Μαριώ της απαντούσε ότι τα λεφτά θα την
έφταναν διότι θα μοιράζονταν τα έξοδά τους με τον Παύλο και δεν πα να ΄κλαιγε η καρδιά της έτρεχε
μπροστά από τα δάκρυα της μάνας της.
Και τα κατάφεραν , έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας, πραγματικής
ευδαιμονίας. Έστησαν το ονειρικό σπιτικό τους με παράθυρα από χαμόγελα, με
πόρτα από παλλόμενη αγάπη, με σκεπή από αγκαλιά και με τείχη από τους όρκους
τους. Και η στιγμή έφθασε που χέρι χέρι μαζί θα ζούσαν την κοινή τους φοιτητική
ζωή! Και την έφτιαξαν και την έχτισαν βήμα βήμα και την έπλεξαν με φίλους που
γνώρισαν, με μαθήματα των σχολών τους που τους ενδιέφεραν, την στόλισαν
ομορφαίνοντας και το δικό τους σπίτι, κάνοντας πράγματα κοινά και με αρκετό
χρόνο πια , χωρίς τον έλεγχο των γονιών τους , που πολλές φορές γίνονταν
υπερβολικοί απέναντί τους, έτσι αισθανόντουσαν.
Ο πρώτος χρόνος τελείωσε γρήγορα και χαρούμενα, το ίδιο κι ο
δεύτερος. Η φοιτητική ζωή είναι το πιο όμορφο περιεχόμενο στη ζωή ενός νέου
ανθρώπου και κυρίως όταν έχει κοντά του τον
άνθρωπο που αγαπά. Ποια μοίρα κακή όμως ζήλεψε την ευτυχία τους; Ποιο
χέρι οπλισμένο οδήγησε στην καταστροφή τους; Και αν δεν ήταν εκεί το
συγκεκριμένο βράδυ; Και αν έμεναν σπίτι; Και αν δεν έβγαιναν για διασκέδαση; Και αν δεν πήγαιναν από αυτόν τον δρόμο αλλά
από κάποιον άλλον; Ατέλειωτα αν ,που
έτσι και τα αφήσεις να κατακλύσουν το
μυαλό σου γίνονται σαν το σαράκι που όλο ροκανίζει από τα αποθέματα της ύπαρξής
σου , για να σε ρίξουν στην απελπισία και στην δυστυχία , να σε
κατασπαράξουν , να σε καταστρέψουν.
Θυμήθηκε ο Παύλος εκείνη την βραδιά για πολλοστή φορά τον
τελευταίο καιρό. Είχαν τελειώσει την διασκέδασή τους στο φοιτητικό στέκι που
ήταν στου Berlon και επέστρεφαν
έχοντας αγκαλιά ο ένας τον άλλον, γελώντας και πειράζοντας η Μαριώ τον Παύλο.
Ένα στραβοπάτημα της Μαριώς, ένας αιφνιδιασμός του Παύλου που δεν πρόλαβε να την συγκρατήσει, μία τρελή
κούρσα ενός ασυνείδητου οδηγού και η Μαριώ εκείνο το βράδυ ταξίδεψε σε μία άλλη
χώρα μακρινή, πολύ μακρινή χωρίς τον αγαπημένο της που τόσα χρόνια είχαν χτίσει
μαζί την ευτυχία τους. Έσπασε ο όρκος, γκρεμίστηκε η στέγη, διαλύθηκαν τα
παράθυρα από το απανωτό χτύπημα του αγέρα, τα τείχη έγιναν θρύψαλα από το
απότομο και οδυνηρό χτύπημα της μοίρας. Κι ο Παύλος έμεινε εκεί να κοιτά το άψυχο κορμί της μη
γνωρίζοντας τι πρέπει να κάνει, μην πιστεύοντας τη φοβερή συμφορά που τον βρήκε. Και η ζωή του έγινε συντρίμμια
με μιας.
Πέρασε άλλος ένας χρόνος. Ο Παύλος είναι πλέον στο τέταρτο έτος. Πολλές φορές
παραπονιέται στους γονείς του ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο στην
Αλεξανδρούπολη, ότι θέλει να επιστρέψει στην ζεστή , οικογενειακή τους αγκαλιά,
ότι η σχολή δεν τον ευχαριστεί πια. Ότι η ζωή του δεν έχει κανένα άλλο νόημα .
Κι αυτό το βράδυ , ο Παύλος αισθάνεται μόνος. Μόνος περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Το γάργαρο γέλιο της , τα καστανά ζεστά της μάτια , τα χάδια και τα αστεία της, οι ανασφάλειές της, ο τρόπος που είχε στολίσει
το σπιτάκι του όρκου τους με τα ίδια τα χεράκια της ! Όλα τα θυμόταν. Η άρνησή του ότι του είχε συμβεί όλο αυτό, η
οργή του και ο πόνος του για αυτήν που έφυγε και τον άφησε πίσω, το ότι δεν
πρόλαβε να την σώσει, η απέραντη θλίψη του , η αποδοχή της δυστυχίας του!
Κι αυτό το βράδυ, ο Παύλος πάλι τηλεφώνησε στην μάνα του . << Μου λείπει μάνα
πολύ>> της είπε και αυτή με πόνο στην καρδιά του απάντησε :<< Να
της το λες γιε μου κι αυτή θα το ακούει και θα σου χαμογελά από ψηλά>>.
Πνευματικά δικαιώματα©2019
Νίκη Σκουτέρη
Δημοσιευμένο στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2019 , Έκδοση Κέφαλος - Το λογοτεχνικό Περιοδικό Κεφαλλονιάς, σελ. 75 - 76.
Βιβλίο "Φυλλοβόλοι Πλάτανοι", εκδόσεις Κέφαλος
Σας ευχαριστώ πολύ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου